- γλυκύχυμος
- γλῠκῠ-χῡμος, ον, = foreg., Gal.11.494;A
δίαιτα Paul.Aeg.2.15
:—Subst. [suff] γλῠκῠ-χῡμία, ἡ, Gal.14.749.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δίαιτα Paul.Aeg.2.15
:—Subst. [suff] γλῠκῠ-χῡμία, ἡ, Gal.14.749.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλυκύχυμος — γλυκύχυμος, ον (AM) 1. αυτός που έχει γλυκό χυμό 2. (για γάλα) εύγευστος 3. (για νερό) δροσερός … Dictionary of Greek
γλυκύχυμος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκυχύμου — γλυκύχυμος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκυχύμων — γλυκύχυμος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκύχυμα — γλυκύχυμος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek